πρέσβυς

πρέσβυς
πρέσβυς (-υς: comp. -υτέρων, -υτέραν, -ύτεραι: superl. -ύτατον.)
1 old

ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.282

comp.,

οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι συλαθεὶς ἀγενείων μένεν ἀγῶνα πρεσβυτέρων ἀμφ ἀργυρίδεσσιν O. 9.90

βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι his policies, those of an older man P. 2.65 μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε, θυμέ, πρᾶξιν ? conduct older than your years fr. 127. 3. superl.

εἶς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τ O. 7.74


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρέσβυς — old man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβυς — εως, ο, ΝΜΑ, πρέσβης Ν, τ. γεν. εος και κρητ. δωρ. τ. πρέσγυς και κρητ. τ. πρεῑγυς, Α 1. πρεσβευτής 2. (στην αρχαιότητα) έκτακτος απεσταλμένος μιας ελληνικής πόλης προς άλλη, ο οποίος, ως αντιπρόσωπος τών αρχόντων τής πατρίδας του και τών… …   Dictionary of Greek

  • Πρέσβυς οὐ τύπτεται, οὐδε ὑβρίζεται. — См. Посла ни секут, ни рубят, только милуют …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πρεσβυτάτω — πρέσβυς old man masc/neut nom/voc/acc dual πρέσβυς old man masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβυτάτων — πρέσβυς old man fem gen pl πρέσβυς old man masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβυτέρω — πρέσβυς old man masc/neut nom/voc/acc dual πρέσβυς old man masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβυτέρων — πρέσβυς old man fem gen pl πρέσβυς old man masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβυτέρως — πρέσβυς old man adverbial πρέσβυς old man masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβύτατον — πρέσβυς old man masc acc sg πρέσβυς old man neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβύτερον — πρέσβυς old man masc acc sg πρέσβυς old man neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβυτάταις — πρέσβυς old man fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”